- τσιμπούκι
- [цимбуки] ουσ. о. чубук.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
τσιμπούκι — το (λ. τουρκ.) 1. είδος καπνοσύριγγας, που έχει στο ένα άκρο της εστία, όπου καίγεται ο καπνός, πίπα: Καπνίζει με τσιμπούκι ο καπετάνιος. 2. κυλινδρικό δοκάρι που επαυξάνει το ύψος του καταρτιού, το επιστήλιο. 3. σεξουαλική διαστροφή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσιμπούκι — το, Ν 1. είδος πίπας 2. ναυτ. επιστήλιο 3. μτφ. πεολειξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cubuk] … Dictionary of Greek
πίπα — I (pipa). Γένος βατράχων της Νότιας Αμερικής, που ανήκει στην οικογένεια των Πιπιδών. Το είδοςβάτραχος του Σουρινάμφτάνει σε μήκος τα 20 εκ. Το σώμα του είναι κοντό, πλατύ, με μικρό πλατύ τριγωνικό κεφάλι. Στην εποχή της αναπαραγωγής, το δέρμα… … Dictionary of Greek
καπνοσύριγγα — ἡ 1. μικρός σωλήνας στην άκρη τού οποίου ο καπνιστής τοποθετεί το τσιγάρο ενώ από την άλλη εισπνέει τον καπνό που παράγεται από την καύση, πίπα 2. σκεύος καπνίσματος που αποτελείται από μικρό κοίλωμα στο οποίο τοποθετείται και καίγεται ο καπνός… … Dictionary of Greek
αδελφοποιτός — Πρόσωπο που συνδέεται με άλλο με την αδελφοποίηση. Λέγονται και σταυραδερφοί σταυραδέρφια, βλάμηδες και μπουραζέρηδες, μπράτιμοι και αρκαντάσηδες κλπ. Κατά την εποχή της δράσης της Φιλικής Εταιρείας, α. ονόμαζαν τα αγράμματα μέλη της, που… … Dictionary of Greek
απώγων — (apogon). Γένος ψαριών της οικογένειας των περκιδών, που ζει και στην Ελλάδα. Το κυριότερο είδος φτάνει σε μήκος τα 12 εκ. και έχει σώμα μακρουλό και πλακωτό, σκεπασμένο με λέπια. H ράχη του ψαριού αυτού είναι κοκκινωπή, το κεφάλι του… … Dictionary of Greek
επιστήλιο — το ναυτ. το τμήμα τού ιστού τού πλοίου που προστίθεται στη στήλη (στον κυρίως ιστό), κν. τσιμπούκι … Dictionary of Greek
καπνίζω — (AM καπνίζω) [καπνός] 1. εκθέτω κάποιον ή κάτι σε καπνό, υποβάλλω κάποιον ή κάτι στην επίδραση καπνού 2. μαυρίζω κάτι με καπνό νεοελλ. 1. εισπνέω τον καπνό ο οποίος παράγεται από αναμμένα φύλλα τού φυτού καπνός που βρίσκονται καταλλήλως… … Dictionary of Greek
παροκέτο — και παρουκέτο, το ναυτ. 1. το δολώνιο 2. φρ. α) «τσιμπούκι τού παροκέτου» το επιστήλιο τού δολωνίου β) «σόπρα παροκέτο» ανακωχή με το δολώνιο γ) «μπούκα παροκέτο» άλλαξε τους πρωραίους ολκούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. parocchetto] … Dictionary of Greek
πεολειξία — η η χρησιμοποίηση τών χειλιών και τής γλώσσας για την διέγερση τού πέους και την πρόκληση ηδονής, ο στοματικός έρωτας, κν. τσιμπούκι, πίπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέος + λειξία (< λείχω «γλείφω»), πρβλ. αιδοιο λειξία] … Dictionary of Greek
Κρόου — (Crow). Λαός αυτοχθόνων της Βόρειας Αμερικής. Ανήκουν φυλετικά στους Σιου, ενώ παλαιότερα κατοικούσαν στην ανατολική Μοντάνα και στο Γουαϊόμινγκ (ΗΠΑ). Η εθνική ονομασία του λαού αυτού είναι Αμπσάροκα (άνθρωποι πουλιά), την οποία οι Γάλλοι… … Dictionary of Greek